- πονηροφιλος
- πονηρόφιλοςπονηρό-φῐλος2любящий негодяев
(ἥ τυραννίς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ τυραννίς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πονηρόφιλος — ον, Α αυτός που αγαπά τους πονηρούς, φίλος τών πονηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + φιλος (< φίλος), πρβλ. χρηστό φιλος] … Dictionary of Greek
πονηρόφιλον — πονηρόφιλος fond of bad men masc/fem acc sg πονηρόφιλος fond of bad men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek